- κοστολόγηση
- η [κοστολογώ](οικον.) το σύνολο τών συστηματικών εργασιών που έχουν σκοπό τη συγκέντρωση, κατάταξη και καταγραφή, καθώς και τον επιμερισμό τών δαπανών, ώστε να προσδιοριστεί ορθά το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας ή μιας παραγωγικής διαδικασίας.
Dictionary of Greek. 2013.